συμβαδίζω

συμβαδίζω
αμετ.
1) идти вместе (тж. перен. ); сопровождать;

συμβαδίζω με την εποχή μου — идти в ногу со -своей эпохой;

2) гармонировать;
3) перен. сопутствовать;

ο πλούτος δεν συμβαδίζει πάντοτε με την ευτυχία — не в богатстве счастье


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συμβαδίζω" в других словарях:

  • συμβαδίζω — συμβαδίζω, συμβάδισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμβαδίζω — ΝΜΑ βαδίζω μαζί με κάποιον άλλο, συμπορεύομαι νεοελλ. έχω συνάφεια με κάτι, συνυπάρχω («ο πλούτος δεν συμβαδίζει με την αρετή») …   Dictionary of Greek

  • συμβαδίζω — συμβάδισα 1. βαδίζω κοντά σε κάποιον. 2. μτφ., είμαι ίσιος, είμαι στο ίδιο ύψος με κάποιον ή κάτι: Δε συμβαδίζει πάντοτε η οικονομική ανάπτυξη με την πνευματική πρόοδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμβαδίσῃ — συμβαδίζω go with aor subj mid 2nd sg συμβαδίζω go with aor subj act 3rd sg συμβαδίζω go with fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβαδιζόντων — συμβαδίζω go with pres part act masc/neut gen pl συμβαδίζω go with pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβαδίζει — συμβαδίζω go with pres ind mp 2nd sg συμβαδίζω go with pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβαδίζον — συμβαδίζω go with pres part act masc voc sg συμβαδίζω go with pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβαδίζοντα — συμβαδίζω go with pres part act neut nom/voc/acc pl συμβαδίζω go with pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβαδίζουσι — συμβαδίζω go with pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συμβαδίζω go with pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβαδίζουσιν — συμβαδίζω go with pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συμβαδίζω go with pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβαδιεῖσθαι — συμβαδίζω go with fut inf mid (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»